ῥητορίσκος

ῥητορίσκος
ῥητορ-ίσκος, , contemptuous Dim. of ῥήτωρ, 'spouter', PUniv.Giss.20 ii 14 (ii A.D.); in Lat. form, Gell.17.20.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρητορίσκος — ό / ῥητορίσκος, ΝΑ [ῥήτωρ, ορος] (υποκορ. τ.) μικρός, ασήμαντος ρήτορας …   Dictionary of Greek

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”